κνιδοσπορίδια

κνιδοσπορίδια
Φύλο πρωτόζωων που περιλαμβάνει παρασιτικούς οργανισμούς. Χαρακτηρίζονται από την παρουσία σπόρων, οι οποίοι περιέχουν ένα αμοιβαδοειδές έμβρυο και μία ή δύο πολικές κάψες, όμοιες με νηματοκύστεις. Οι πολικές κάψες εξυπηρετούν την προσκόλληση των παρασίτων στους ιστούς των ξένων οργανισμών και την εξασφάλιση της διασποράς τους. Συνήθως παρασιτούν στους ιστούς και στα όργανα ασπόνδυλων ζώων και ψαριών προκαλώντας επικίνδυνες αρρώστιες, που πολλές φορές καταλήγουν στον θάνατο των ζώων. Τα κ. χωρίζονται σε τρεις τάξεις: στα μυξοσπορίδια, τα οποία είναι κυρίως παράσιτα των ψαριών, στα μικροσπορίδια, ενδοκυτταρικάπαράσιτα που προσβάλλουν τα ψάρια και τα έντομα, και στα ακτινομυξίδια, παράσιτα των ολιγόχαιτων σκουληκιών· τα μικροσπορίδια, επειδή παρασιτούν στη μέλισσα και στον μεταξοσκώληκα, αποκτούν και εμπορική σημασία. Στο σύνολό τους, τα κ. αριθμούν περισσότερα από 1.000 είδη.
* * *
τα
υποσυνομοταξία πρωτίστων, πολυπύρηνων οργανισμών, στα οποία 1.100 περίπου είναι γνωστά είδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cnidosporidia < cnid- (πρβλ. κνίδη «τσουκνίδα») + συνδετικό φωνήεν -ο- + -sporidia (πρβλ. σπορίδιο / -α)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πρωτόζωα — Μονοκύτταρα ζώα που αποτελούν ένα υποβασίλειο, σε αντίθεση με τα πολυκύτταρα ζώα, που υπάγονται στο υποβασίλειο των μεταζώων. Τα π. κατά το μεγαλύτερο μέρος είναι μικροσκοπικά, λίγα έχουν διαστάσεις μεγαλύτερες του χιλιοστού. Πολλά π. είναι… …   Dictionary of Greek

  • σπορόζωο — το, Ν ζωολ. συν. στον πληθ. τα σπορόζωα υποσυνομοταξία ή, κατ άλλους, υπερομοταξία παρασιτικών πρωτοζώων τα οποία παράγουν κατά κανόνα σπόρια και ζουν στο εσωτερικό τών κυττάρων σχεδόν κάθε είδους ζώου, διακρίνονται δε σε τέσσερεις ομοταξίες, τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”